συνέκριναν

συνέκριναν
συνέκρῑναν , συγκρίνω
bring into combination
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • ισαίος — (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας. Γεννήθηκε μάλλον στη Χαλκίδα, αλλά έζησε στην Αθήνα και υπήρξε μαθητής του Ισοκράτη και δάσκαλος του Δημοσθένη. Από τους λόγους του (είναι γνωστοί 56 τίτλοι) διασώθηκαν έντεκα, ο τελευταίος από τους… …   Dictionary of Greek

  • Γουέμπ, Μέρι — (Mary Meredith Webb, Λέιτον 1881 – Λονδίνο 1927). Αγγλίδα συγγραφέας. Έλαβε κατ’ οίκον εκπαίδευση, ενώ από μικρή ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και ιστορίες. Η πρώτη νουβέλα της, Golden Arrow,εκδόθηκε το 1916. Βαθύτατα επηρεασμένη από την αγγλική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Λι Πο ή Λι Τάι-πο — (Τουρκεστάν 701 – 762). Κινέζος ποιητής. Άκμασε κατά τη δυναστεία των Τ’ανγκ, δηλαδή στην πιο ανθηρή περίοδο της κινεζικής ποίησης. Γεννήθηκε στο Τουρκεστάν της κεντρικής Ασίας που τότε ήταν κινεζικό έδαφος, από εξόριστη κινεζική οικογένεια.… …   Dictionary of Greek

  • Μιρό, Γκαμπριέλ — (Gabriel Miro, Αλικάντε 1879 – Μαδρίτη 1930). Ισπανός συγγραφέας. Έζησε τον περισσότερο καιρό απομονωμένος στη γενέτειρα επαρχία του. Περιέγραψε άψογα τα ανατολικά τοπία της πατρίδας του, κατάμεστα από χρώματα και αρώματα, στα καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Μπράνα, Κένεθ — (Kenneth Branagh, Μπέλφαστ 1960 –). Ιρλανδός ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του, πολλοί τον συνέκριναν στο ξεκίνημά του ακόμα και με τον σερ Λόρενς Ολίβιε ή τον Όρσον… …   Dictionary of Greek

  • Ραμό, Ζαν - Φιλίπ — (Rameau, Ντιζόν 1683 – Παρίσι 1764). Γάλλος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Περίφημος ήδη από τα εφτά του χρόνια ως βιρτουόζος του κλαβεσέν, κράτησε με αίγλη –ύστερα από ένα ταξίδι στην Ιταλία το 1701– τη θέση του οργανίστα σε πολλούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”